μάκτρο

μάκτρο
το (Α μάκτρον)
κομμάτι υφάσματος με το οποίο σκουπίζει ή σκουπίζεται κάποιος, προσόψιο, πετσέτα
νεοελλ.
στρατ. ξύλινο κοντάρι με κυλινδρική ψήκτρα στην άκρη του, με την οποία καθαρίζεται και επαλείφεται με λιπαντικό το κοίλο τών σωλήνων τών πυροβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ- τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα -τρον (πρβλ. πλήκ-τρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • μάξη — η (AM μάξις) [μάσσω] 1. η ενέργεια τού μάσσω, το σκούπισμα, το καθάρισμα 2. στρατ. ο καθαρισμός τού κοίλου τού σωλήνα ενός πυροβόλου με μάκτρο και η επάλειψή του με λίπος …   Dictionary of Greek

  • μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… …   Dictionary of Greek

  • μακτήριος — μακτήριος, ία, ον (Α) [μακτήρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζύμωμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακτήριον α) σκάφη ζυμώματος, μάκτρα β) μάκτρο, προσόψιο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μακτήρια πιθ. τροφή, τρόφιμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «μακτήριον… …   Dictionary of Greek

  • ποδόμακτρο — το / ποδόμακτρον, ΝΑ μάκτρο, πετσέτα για το σκούπισμα τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + μάκτρον «πετσέτα, χαλί για σκούπισμα»] …   Dictionary of Greek

  • ρινόμακτρο — το, Ν παλαιά λόγια ονομασία τού μαντιλιού για τον καθαρισμό τής μύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + μάκτρο (< μάσσω «σκουπίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • τραπεζόμακτρο — το, Ν (λογ. τ.) πετσέτα τραπεζιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + μάκτρο(ν) «πετσέτα». Η λ., στον πληθ. τραπεζόμακτρα, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”